Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάθετος 1 -η -ο [aδiáθetos] Ε5 : που είναι ελαφρά άρρωστος, που έχει αδιαθεσία: Είμαι λίγο ~ και θα κοιμηθώ νωρίς. Δεν είμαι πολύ καλά, αισθάνομαι ~. || Είναι αδιάθετη, έχει περίοδο.
[λόγ. < αδιάθετος 2 σημδ. γαλλ. indisposé(e)]
- αδιάθετος 2 -η -ο : για κτ. που δεν έχει διατεθεί, που έχει μείνει απούλητο ή αχρησιμοποίητο: Mεγάλες ποσότητες από αδιάθετα προϊόντα αποσύρθηκαν από την αγορά. H εταιρεία θα επενδύσει τα αδιάθετα κεφάλαια. || (νομ.) αδιάθετη κληρονομιά / περιουσία, της οποίας οι κληρονόμοι δεν ορίζονται με διαθήκη. (έκφρ.) κληρονόμοι εξ αδιαθέτου, οι φυσικοί κληρονόμοι.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιάθετος `αταχτοποίητος, χωρίς να αφήσει διαθήκη΄]