Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάβλητος
1 εγγραφή
αδιάβλητος -η -ο [aδiávlitos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. στο οποίο δεν μπορεί να προσάψει κανένας την κατηγορία της παρανομίας ή της μεροληψίας. ANT διαβλητός: Οι δικαστές πρέπει να είναι αδιάβλητοι. Οι προσλήψεις στο δημόσιο θα γίνουν με αδιάβλητες εξετάσεις. H αντιπολίτευση ζητάει να γίνουν αδιάβλητες εκλογές. || (ως ουσ.) το αδιάβλητο, η ιδιότητα του αδιάβλητου: Aμφισβητείται το αδιάβλητο των εκλογών. αδιάβλητα ΕΠIΡΡ: Ο διαγωνισμός έγινε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάβλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες