Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδιάβαστος -η -ο [aδjávastos] Ε5 : ANT διαβασμένος. 1α. για κτ. που δεν το έχουν διαβάσει ή μελετήσει: Πολλά από τα βιβλία που αγοράζει τα αφήνει / μένουν αδιάβαστα. Διάβασα το μάθημα της ιστορίας, έχω όμως αδιάβαστη τη γεωγραφία, αμελέτητη2α. β. για κπ. που δεν έχει μελετήσει κτ., που δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος· αμελέτητος1α: Σήμερα πήγε στο σχολείο ~. Πώς να πάω ~ στις εξετάσεις; || (οικ.) που δεν είναι ενημερωμένος για κτ.: Στη σύσκεψη που έγινε, ο διευθυντής μας πιάστηκε ~. 2. (οικ.) που δεν του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη για την περίσταση ευχή, συνήθ. για νεκρό που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία: Πέθανε στα ξένα ~.
αδιάβαστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 διαβασ- (διαβάζω) -τος]