Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδηφάγος
1 εγγραφή
αδηφάγος -α -ο [aδifáγos] Ε4 : 1.που τρώει με βουλιμία πολύ μεγάλες ποσότητες τροφής: Ο καρχαρίας είναι αδηφάγο ζώο. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο πολύ άπληστο, που ζητάει συνεχώς όλο και περισσότερα αγαθά: Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ~. || Kοιτούσε τα πλούσια φαγητά / τη νεαρή κοπέλα με αδηφάγο βλέμμα. β. για κτ. που θεωρείται ή που είναι καταστρεπτικό: Tο αδηφάγο τέρας της γραφειοκρατίας. Οι αδηφάγες φλόγες καταβροχθίζουν τα δάση. αδηφάγα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀδηφάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες