Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδημονία
1 εγγραφή
αδημονία η [aδimonía] Ο25 : η ανησυχία που προκαλεί η αναμονή, η μεγάλη ανυπομονησία: Περίμενε με ~ να φτάσει το τρένο. H ~ των μαθητών που περίμεναν τα αποτελέσματα βρισκόταν στο κατακόρυφο.

[λόγ. < ελνστ. ἀδημονία `δυσφορία΄, κατά την αλλ. της σημ. του αδημονώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες