Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδερφός
3 εγγραφές [1 - 3]
αδελφοσύνη η [aδelfosíni] & αδερφοσύνη η [aδerfosíni] Ο30 : ο στενός συναισθηματικός δεσμός που συνδέει τα αδέλφια ή τους ανθρώπους που αγαπιούνται σαν αδέλφια: Θα αγωνιστούμε για τη συνεννόηση και την ~ των λαών. Ένας μυστικός δεσμός αδελφοσύνης ενώνει όλους τους ανθρώπους. Ελευθερία, ισότητα, ~ ήταν το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης.

[λόγ. < μσν. αδελφοσύνη `αδελφοποίηση΄ < αδελφ(ός) -οσύνη & σημδ. γαλλ. fraternité· τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός]

αδερφός ο [aδerfós] Ο17 πληθ. και αδέρφια* θηλ. αδερφή [aδerfí] Ο29 λαϊκότρ. πληθ. και αδερφάδες : 1α.αδελφός: Ο Γιάννης είναι ο ~ του Kώστα. H Ελένη είναι αδερφή με τη Mαρία. Tα πρώτα ξαδέρφια είναι δύο αδερφών παιδιά. Οι αδερφάδες της μάνας μου. β. αδελφός. || (σε επιφ. χρήση) για να δηλώσουμε αδιαφορία ή αγανάκτηση: Ωχ αδερφέ, (τι με νοιάζει εμένα / παράτα με)! Tι θες, βρε αδερφέ, να κάνω; 2. (λαϊκ., θηλ.) ομοφυλόφιλος: Aυτός είναι αδερφή. αδερφούλης ο θηλ. αδερφούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. αδερφάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2.

[ελνστ. ἀδερφός < αρχ. ἀδελφός με τροπή [l > r] πριν από σύμφ.· μσν. αδερφή < αδερφ(ός) -ή· αδερφ(ός) -ούλης· αδερφούλ(ης) -α· αδερφ(ή)2 -άρα]

αδερφοσκοτωμός ο [aδerfoskotomós] Ο17 : 1.φόνος μεταξύ αδερφών. 2. (μτφ.) εμφύλιος πόλεμος.

[αδερφο- + σκοτωμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες