Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδερφομοιράδι
1 εγγραφή
αδερφομοιράδι το [aδerfomiráδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το αδερφομοίρι.

[αδερφο- + μοιράδι (πρβ. μσν. αδελφομεράδι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες