Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδεξιότητα
1 εγγραφή
αδεξιότητα η [aδeksiótita] Ο28 : α.η ιδιότητα του αδέξιου. ANT επιδεξιότητα: H σύγκρουση οφείλεται στην ~ και των δύο οδηγών. Δε συγχωρείται η ~ σε ένα διπλωμάτη. Έχει μια ~ στα χέρια. β. ενέργεια ή συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η αδεξιότητα: Οι παραλείψεις και οι αδεξιότητες των διαπραγματευτών μάς οδήγησαν στη διπλωματική ήττα.

[λόγ. αδέξι(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες