Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδενικός -ή -ό [aδenikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με αδένα ή που ανήκει σε αυτόν: ~ ιστός. Aδενικά κύτταρα. 2. (παρωχ.) που πάσχει από αδενοπάθεια: Aδενικά παιδιά. Είναι ~.
[λόγ. αδεν- (δες αδένας) -ικός μτφρδ. γαλλ. grandulaire]