Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδελφοποίηση
1 εγγραφή
αδελφοποίηση η [aδelfopíisi] Ο33 : έθιμο κατά το οποίο άτομα ή σύνολα ατόμων, που δε συνδέονται με συγγένεια αίματος, ενώνονται με αδελφικούς δεσμούς, κατά τη διάρκεια μιας ιεροτελεστίας, και υπόσχονται αμοιβαία αγάπη και προστασία. || σύνδεση δύο πόλεων, που ανήκουν στο ίδιο ή σε διαφορετικό κράτος, με δεσμούς φιλίας: Στο δημαρχείο της Θεσσαλονίκης έγινε η τελετή της αδελφοποίησης με την πόλη της Mασσαλίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀδελφοποίη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες