Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδελέαστος -η -ο [aδeléastos] Ε5 : που δε δελεάστηκε ή που δε δελεάζεται εύκολα: Ποιος μπορούσε να μείνει ~ από την ομορφιά της; || που δεν παρασύρεται από δελεαστικές υποσχέσεις: Tο χρήμα και το εύκολο κέρδος δεν τον άφησαν αδελέαστο.
[λόγ. α- 1 δελεασ- (δελεάζω) -τος]