Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδασμολόγητος
1 εγγραφή
αδασμολόγητος -η -ο [aδazmolójitos] Ε5 : για κτ. που δεν έχει δασμολογηθεί σύμφωνα με το νόμο ή που δεν υπόκειται σε δασμό, που είναι αφορολόγητο: Πουλάει λαθραία, αδασμολόγητα προϊόντα. Tο τυπογραφικό χαρτί είναι αδασμολόγητο. αδασμολόγητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 δασμολογη- (δασμολογώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες