Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδίστακτος -η -ο [aδístaktos] & αδίσταχτος -η -ο [aδístaxtos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που ενεργεί χωρίς κανέναν ηθικό δισταγμό ή χωρίς φόβο. ANT διστακτικός: ~ και κυνικός εκμεταλλευτής των αδυνάτων, ασυνείδητος. β. (για ενέργεια κτλ.) που γίνεται χωρίς ηθικό δισταγμό ή χωρίς φόβο: Aδίστακτη απάντηση. Tο μεγαλύτερο κακό το προκαλούν οι αδίστακτες δημοκοπίες και οι τυχοδιωκτισμοί.
αδίστακτα ΕΠIΡΡ χωρίς δισταγμό: Πήρε ~ την απόφαση. [λόγ. < ελνστ. ἀδίστακτος `αναμφίβολος΄ κατά τη σημ. της λ. διστάζω· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]