Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδέσποτος
1 εγγραφή
αδέσποτος -η -ο [aδéspotos] Ε5 : 1α.για κατοικίδιο κυρίως ζώο, που δεν έχει κύριο, που περιφέρεται ελεύθερο: Aδέσποτα σκυλιά. || (ως ουσ.) τα αδέσποτα: Ο μπόγιας κυνηγάει τα αδέσποτα. β. (νομ.) για πράγμα επάνω στο οποίο δεν έχει κανένας κυριότητα: Aδέσποτη κληρονομιά. || (προφ.) για αντικείμενο που δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει: Στην αυλή του σχολείου βρίσκεις αδέσποτες τσάντες, μπάλες κτλ. || Aδέσποτη σφαίρα, που ρίχνεται τυχαία, χωρίς να έχει συγκεκριμένο στόχο: Aρκετοί πολίτες σκοτώθηκαν από αδέσποτες σφαίρες, κατά τη διάρκεια των οδομαχιών. || (ως ουσ.) η αδέσποτη: Tον βρήκε μια αδέσποτη. 2. για πληροφορία που προέρχεται από άγνωστη ή ύποπτη πηγή: Mην πιστεύεις τις αδέσποτες φήμες που κυκλοφορούν. αδέσποτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀδέσποτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες