Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδάκρυτος
1 εγγραφή
αδάκρυτος -η -ο [aδákritos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) 1. που δεν έχει δακρύσει. ANT δακρυσμένος: Kανείς δεν έμεινε ~ σ΄ αυτή την κηδεία. || Aδάκρυτα μάτια. 2. (σπάν., λογοτ.) άκλαυτος.

[αρχ. ἀδάκρυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες