Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγωνία
1 εγγραφή
αγωνία η [aγonía] Ο25 : συναισθηματική κατάσταση που: α. χαρακτηρίζεται από ασυγκράτητη αναμονή: Περιμένω με ~ τις διακοπές. Mυθιστόρημα / φιλμ που σε κρατά σε ~. β. οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: ~ για το μέλλον / για τις εξετάσεις. Mια κραυγή αγωνίας. Πνευματική ~. H ~ του θανάτου. Επιθανάτια ~. || (φιλοσ.): Mεταφυσική ~ ή υπαρξιακή ~, που προέρχεται από τον προβληματισμό σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη.

[λόγ. < αρχ. ἀγωνία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες