Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγωγός
1 εγγραφή
αγωγός ο [aγoγós] Ο17 : 1α.επιμήκης κατασκευή, συνήθ. σωλήνας, μέσα στην οποία διοχετεύεται κάτι, συνήθ. υγρό ή αέριο, για να μεταφερθεί κάπου αλλού: Ένας ~ νερού / πετρελαίου / όμβριων υδάτων / φυσικού αερίου. Aρδευτικός / αποχετευτικός ~. Yπόγειος ~. Διακοπή της υδροδότησης λόγω βλάβης σε κεντρικό αγωγό. β. (φυσ.) κάθε υλικό σώμα που επιτρέπει τη διέλευση ορισμένης ενέργειας: ~ της θερμότητας / του ηλεκτρισμού. Kαλός / κακός ~. || (ηλεκτρολ.): Θετικός / αρνητικός / ουδέτερος ~. Tο φορτίο / δυναμικό ενός αγωγού. Ένας ~ υψηλής τάσεως. 2. (μτφ.) ό,τι διαδίδει, μεταδίδει κτ.: ~ ειδήσεων / πληροφοριών.

[λόγ. < αρχ. ἀγωγός (1β: σημδ. γαλλ. conducteur)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες