Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρός
1 εγγραφή
αγρός ο [aγrós] Ο17 : το χωράφι: Πωλείται ~ πέντε στρεμμάτων. (λόγ.) ΦΡ αγρόν ηγόρασε, αδιαφόρησε. || (πληθ.) η περιοχή όπου βρίσκονται τα χωράφια.

[λόγ. < αρχ. ἀγρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες