Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγριόγατα η [aγrióγata] Ο27α : 1.κοινή ονομασία που περιλαμβάνει διάφορα μικρόσωμα αιλουροειδή ζώα που μοιάζουν με την κατοικίδια γάτα: Ευρωπαϊκή / αφρικανική / ασιατική ~. 2. κατοικίδια γάτα που απομακρύνθηκε από τον άνθρωπο και ζει σε άγρια κατάσταση. 3. (μτφ.) για ατίθασο ή ακοινώνητο άτομο.
[μσν. αγριόκατα με τροπή [k > γ] κατά το κάτα > γάτα < ελνστ. ἀγριοκάττα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]