Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριογούρουνο
1 εγγραφή
αγριογούρουνο το [aγrioγúruno] Ο41 : άγριο γουρούνι που ζει στα δάση· αγριόχοιρος: Kυνηγήσαμε αγριογούρουνα. || το (μαγειρεμένο) κρέας του ζώου αυτού: Φάγαμε ~ γαρνιρισμένο με πατάτες.

[μσν. αγριογούρουνον < αγριο- + γουρούν(ι) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες