Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριοβόρι
1 εγγραφή
αγριοβόρι το [aγriovóri] Ο44α : (λογοτ.) δυνατός και ψυχρός βοριάς.

[αγριο- + βορ(ιάς) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες