Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριο
45 εγγραφές [1 - 10]
αγριο- [aγrio] & αγριό- [aγrió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αγρι- [aγri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους. I. δηλώνει: 1. την άγρια, αυτοφυή ποικιλία ενός φυτού ή του καρπού του σε αντίθεση με την καλλιεργημένη μορφή του, που δίνεται από το β' συνθετικό: αγριαγγουριά, ~βιολέτα, ~δαμασκηνιά, ~συκιά. || ~βελάνιδο, ~κέρασο, ~φράουλα. || το φυτό που υπάρχει μόνο ως άγριο, που δεν καλλιεργείται: ~λούλουδο, αγριόχορτο. 2. το μη εξημερωμένο ζώο σε αντίθεση με το ήμερο, που δίνεται από το β' συνθετικό: αγριόγιδα, αγριόπαπια, ~περίστερο. || αυτό που προέρχεται από άγριο ζώο: αγριόμελο. II. (για πρόσ.) 1. χαρακτηρίζει άξεστη, ατίθαση ή επιθετική συμπεριφορά: αγριάνθρωπος, ~γυναίκα, ~κόριτσο. 2. με β' συνθετικό ρήμα ή ρηματικό παράγωγο: ~βλέπω, ~μιλώ, ~παίρνω, με βλοσυρό, θυμωμένο ή άγριο τρόπο βλέπω, μιλώ κτλ.· ~μίλημα. 3. σε κτητικά σύνθετα ονόματα χαρακτηρίζει το πρόσωπο που έχει άγριο, αγριεμένο, βλοσυρό το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μάτης, ~μούρης. || αγριόφατσα. III1. προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημασία απότομος, αφιλόξενος: αγριόρεμα· αγριότοπος· (πρβ. ξερο-). || με τη σημασία τραχύς: αγριόμαλλο. 2. επιτείνει την αρνητική συνήθ. σημασία του β' συνθετικού: ~βόρι, αγριόπονος, πολύ δυνατός και ενοχλητικός βοριάς, πόνος. ~φωνάρα, πολύ δυνατή και ενοχλητική φωνή.

[Ι: αρχ. ἀγρι(ο)- θ. του επιθ. ἄγριο(ς) `που ζει στους αγρούς, άγριος΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀγριό-φωνος `με τραχιά φωνή΄, ελνστ. ἀγριο-μέλισσα `σφήκα΄, μσν. αγριο-γούρουνον· ΙΙ: ελνστ. σημ.: ελνστ. ἀγρι-άνθρωπος, μσν. αγριό-θωρος, αγριο-θωρώ· III: μσν. σημ.: μσν. αγριό-ρεμα]

αγριοβλάσταρο το [aγriovlástaro] Ο41 : ονομασία των φαγώσιμων βλαστών διάφορων άγριων φυτών (του αγριολάχανου, της βρούβας κ.ά).

[αγριο- + βλαστάρ(ι) -ο]

αγριοβλέπω [aγriovlépo] Ρ πρτ. αγριόβλεπα, αόρ. αγριοείδα, απαρέμφ. αγριοδεί : (σπάν.) αγριοκοιτάζω.

[μσν. αγριοβλέπω < αγριο- + βλέπω]

αγριοβόρι το [aγriovóri] Ο44α : (λογοτ.) δυνατός και ψυχρός βοριάς.

[αγριο- + βορ(ιάς) -ι]

αγριοβότανο το [aγriovótano] Ο41 : γενική ονομασία διάφορων ειδών άγριων βοτάνων, ιδίως αυτών που έχουν φαρμακευτική χρήση.

[αγριο- + βότανο]

αγριοβούβαλος ο [aγriovúvalos] Ο20 & αγριοβούβαλο το [aγriovúvalo] Ο41 : άγριο βουβάλι.

[αγριο- + βούβαλος· αγριο- + βουβάλ(ι) -ο]

αγριόβρομη η [aγrióvromi] Ο32 & αγριοβρόμη η [aγriovrómi] Ο30α : ονομασία διάφορων αυτοφυών φυτών, ιδίως ζιζανίων.

[αγριο- + βρόμη και μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

αγριόγατα η [aγrióγata] Ο27α : 1.κοινή ονομασία που περιλαμβάνει διάφορα μικρόσωμα αιλουροειδή ζώα που μοιάζουν με την κατοικίδια γάτα: Ευρωπαϊκή / αφρικανική / ασιατική ~. 2. κατοικίδια γάτα που απομακρύνθηκε από τον άνθρωπο και ζει σε άγρια κατάσταση. 3. (μτφ.) για ατίθασο ή ακοινώνητο άτομο.

[μσν. αγριόκατα με τροπή [k > γ] κατά το κάτα > γάτα < ελνστ. ἀγριοκάττα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.]

αγριόγατος ο [aγrióγatos] Ο20 : η αγριόγατα.

[μσν. αγριόκατος < αγριο- + κάτος κατά την εξέλ. κάτος > γάτος]

αγριόγιδα η [aγriójiδa] Ο27α & αγριόγιδο το [aγriójiδo] Ο41 : 1.ο αίγαγρος. 2. ατίθαση κατοικίδια κατσίκα.

[μσν. αγριογίδα < αγριο- + γίδα με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ.· αγριο- + γίδ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες