Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγριελιά η [aγrielá] Ο24 : άγρια ποικιλία της ελιάς. || κλαδί, καρπός ή ξύλο αγριελιάς.
[μσν. αγριελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἀγριελαία κατά την εξέλ. αρχ. ἐλαία > ελιά]