Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγριαπιδιά η [aγriapiδjá] Ο24 : η αγριαχλαδιά.
[μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > απιδιά]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > απιδιά]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |