Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγοραφοβία η [aγorafovía] Ο25α : (ιατρ.) ψυχοπαθολογικός φόβος που προκαλούν σε ορισμένα άτομα οι συγκεντρώσεις πλήθους και γενικά οι δημόσιοι χώροι: Πάσχει από ~ και κλείνεται στο σπίτι του.
[λόγ. < γερμ. Agoraphobie ή μέσω του γαλλ. agoraphobie < agora- = αγορα- + -phobie = -φοβία]