Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοραίος
1 εγγραφή
αγοραίος -α -ο [aγoréos] Ε4 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αγο ρά: Aγοραία αξία / τιμή των εμπορευμάτων, που επικρατεί στην αγορά. || ~ έρωτας, η πορνεία. Γυναίκες του αγοραίου έρωτα, οι πόρνες. || (ως ουσ.) το αγοραίο, όχημα, κυρίως ταξί, που μισθώνεται με ιδιαίτερη συμφωνία για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων (ιδ. στην ύπαιθρο). 2. (μτφ.) πολύ χαμηλής ποιότητας, χυδαίος: Aγοραίοι τρόποι. Aγοραία συμπεριφορά. ~ ρητορισμός, φτηνός. αγοραία ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 2: αρχ. ἀγοραῖος· 1: σημδ. γαλλ. de marché & αγγλ. market-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες