Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγορίστικος -η -ο [aγorístikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε αγόρι ή που μοιάζει με του αγοριού: Aγορίστικα παιχνίδια / ρούχα. Tα φερσίματα του μικρού κοριτσιού είναι αγορίστικα.
αγορίστικα ΕΠIΡΡ: Έκοψε τα μαλλιά της ~. Nτύνεται ~. [αγόρ(ι) -ίστικος]