Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγνός -ή -ό [aγnós] Ε1 : 1α.(για πρόσ.) που είναι αυτός που πραγματικά φαίνεται, που δεν κρύβει κάποια υστεροβουλία, δόλο κτλ.· άδολος, τίμιος, γνήσιος: ~ άνθρωπος / πατριώτης / ιδεολόγος / αγωνιστής. β. που δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις· παρθένος: Παρέμεινε αγνή ως το γάμο της. 2. (για ενέργειες, εκδηλώσεις, συναισθήματα) που τα κίνητρά του είναι ειλικρινή: Aγνά και χρηστά ήθη. Aγνές προθέσεις. ~ ενθουσιασμός. Aγνή αγάπη. Aγνή φιλία. 3. που δεν περιέχει στοιχεία που αλλοιώνουν, νοθεύουν την καλή του ποιότητα· ανόθευτος: Aγνό βούτυρο / γάλα / μέλι / λάδι / παρθένο μαλλί. Προϊόντα παρασκευασμένα με τα πιο αγνά υλικά.
αγνά ΕΠIΡΡ: Πράξεις ~ και γνήσια ηθικές. [αρχ. ἁγνός]