Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνόηση
1 εγγραφή
αγνόηση η [aγnóisi] Ο33 : το να μην υπολογίζει, να μη λαμβάνει κανείς υπόψη του κτ.: H ~ της παντοδυναμίας του ηθικού προβλήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀγνόη(σις) `άγνοια΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες