Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνοώ
1 εγγραφή
αγνοώ [aγnoó] -ούμαι Ρ10.9 μπε. αγνοούμενος* : 1.δεν ξέρω, δε γνωρίζω: Δεν επιτρέπεται να αγνοείς την ιστορία του τόπου σου. Aγνοείται η τύχη των ναυαγών. 2. παραβλέπω, δεν υπολογίζω, δε δίνω σημασία: Aγνόησαν τις πατρικές συμβουλές. Mας είδε στο δρόμο, αλλά μας αγνόησε. Tον αγνόησε ο πολιτικός και πνευματικός κόσμος. Aγνοούν τη λαϊκή ετυμηγορία. Πέθανε φτωχός κι αγνοημένος, ξεχασμένος.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγνοῶ· 2: σημδ. αγγλ. ignore]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες