Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνάντια
1 εγγραφή
αγνάντια [aγnándja] & αγνάντι [aγnándi] επίρρ. : (λαϊκότρ., λογοτ.) απέναντι, αντίκρυ: Ξαπλωμένος ~ στον ήλιο. Aγνάντι στην πόρτα ήταν κρεμασμένος ένας καθρέφτης.

[αρχ. φρ. τά ἐναντία `τα απέναντι΄ > μσν. τα ενάντια (επίθημα -ίος > -ιος) > *ταϊνάντια (διφθογγοπ. για αποφυγή της χασμ.) > ταγνάντια ( [ι > γ] με συμφωνοποίηση του ημιφ;)· αγνάντι: κατά τον εν. *το ενάντι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες