Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγλέουρας ο [aγléuras] Ο5 : είδος δηλητηριώδους φυτού. ΦΡ τρώω τον αγλέουρα, πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ τρώω τον περίδρομο· (πρβ. αβλέμοναςβ). που να βγάλεις τον αγλέουρα!, σκάσε.
[αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r] ) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al] ) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v] ) και μεταπλ. -ος > -ας (ανάπτ. [γ] ;)]