Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκώνας ο [aŋgónas] Ο2 : η εξωτερική γωνία που σχηματίζεται από την άρθρωση ανάμεσα στο βραχίονα και στον αντιβραχίονα των ανθρώπων: Ο δεξιός / ο αριστερός ~. Aκούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι. || (επέκτ.) το τμήμα του μανικιού ενός ρούχου που σκεπάζει τον αγκώνα: Tο σακάκι είχε μπαλώματα στους αγκώνες. Tο πουκάμισο ήταν τριμμένο στους αγκώνες.
[μσν. αγκώνας < αρχ. ἀγκών, αιτ. -ῶνα]