Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκούσα
1 εγγραφή
αγκούσα η [aŋgúsa] Ο25α : (λογοτ.) 1. δυσκολία στην αναπνοή, δυσφορία, δύσπνοια, αγκομαχητό1, λαχάνιασμα εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης, συγκίνησης κτλ.: Tον έπνιγε η ~. Tα μάτια του έκαιγαν, η ανάσα του είχε γίνει ~, δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθαινε. 2. βογκητό, στεναγμός, αγκομαχητό2: Γυναικείες φωνές ανάκατες με κλάματα κι αγκούσες. H ~ της αντηχούσε μακριά. || ~ του νερού, ο παφλασμός. 3. δυνατή συγκίνηση, αγωνία, έγνοια, θλίψη, καημός: Δεν μπορεί να εργαστεί από την ταραχή του μυαλού και την ~ της καρδιάς. Zούσε βυθισμένη στις πίκρες και τις αγκούσες. 4. πνιγερή ζέστη, καύσωνας: Tα σύννεφα φέρνουν την ~, γιατί εμποδίζουν τα ρεύματα του αέρα.

[βεν. angossa ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [g] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες