Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκουσεύω [aŋgusévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) 1. αισθάνομαι βάρος, δυσφορία, βραχνά εξαιτίας πάθησης, πολυφαγίας, υπερβολικής ζέστης, συγκίνησης κτλ.· υποφέρω: Aγκουσεύτηκε που το παιδί της ήταν άρρωστο. Tην έκανες ν΄ αγκουσευτεί. 2. προκαλώ δυσφορία, φέρνω βάρος, βαραίνω: Tον αγκούσεψες μ΄ αυτά που είπες.
[αγκούσ(α) -εύω]