Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκλίτσα η [aglítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) γκλίτσα.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἀγκύλ(ος, -η) -ίτσα με συγκ. του άτ. [i] ]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἀγκύλ(ος, -η) -ίτσα με συγκ. του άτ. [i] ]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |