Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκαλιαστός -ή -ό [aŋgalastós] Ε1 : αγκαλιασμένος: Xορεύουν αγκαλιαστοί.
αγκαλιαστά ΕΠIΡΡ: Xορεύουν ~, αγκαλιά. [μσν. αγκαλιαστός < αγκαλιασ- (αγκαλιάζω) -τός]