Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκαλιαστός -ή -ό [aŋgalastós] Ε1 : αγκαλιασμένος: Xορεύουν αγκαλιαστοί.
αγκαλιαστά ΕΠIΡΡ: Xορεύουν ~, αγκαλιά. [μσν. αγκαλιαστός < αγκαλιασ- (αγκαλιάζω) -τός]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. αγκαλιαστός < αγκαλιασ- (αγκαλιάζω) -τός]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |