Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαζέ
1 εγγραφή
αγκαζέ [aŋgazé] Ε (άκλ.) : 1.δεσμευμένος, συνήθ. με συμφωνία: Tο ταξί είναι ~. Tο κέντρο είναι ~ ως το τέλος της σεζόν. || (παρωχ.): H πολυθρόνα δίπλα μου είναι ~, πιασμένη· κατειλημμένη. 2. (ως επίρρ.) με το βραχίονα περασμένο στο βραχίονα του συνοδού· αλαμπρατσέτα: Tους είδα να περπατούν ~. M΄ έπιασε ~.

[λόγ. < γαλλ. engagé `δεσμευμένος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες