Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκαζάρω [aŋgazáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) δεσμεύω κπ. ή κτ. με συμφωνία για συγκεκριμένη δουλειά: Aγκαζάρισα ένα ταξί να μας πάει στο αεροδρόμιο. Aγκαζάρισε μερικούς εργάτες να βοηθήσουν στη μετακόμιση.
[αγκαζ(έ) -άρω]