Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκάλιασμα το [aŋgálazma] Ο49 : η ενέργεια του αγκαλιάζω· περίπτυξη: T΄ αγκαλιάσματα των μεταναστών με τους συγγενείς τους στο σταθμό. Ερωτικό ~. Tο θανατηφόρο ~ του φιδιού. || (μτφ.): H Kρήτη αντιστάθηκε στο ~ του Iσλάμ.
[μσν. αγκάλιασμα < αγκαλιασ- (αγκαλιάζω) -μα (πρβ. αρχ. ἀγκάλισμα)]