Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιόκλημα
1 εγγραφή
αγιόκλημα το [ajóklima] Ο49 : αναρριχητικός καλλωπιστικός θάμνος με κιτρινωπά συνήθ. λουλούδια: Mοσκοβολάνε οι γαζίες και τ΄ αγιοκλήματα.

[μσν. αγιόκλημα < αιγόκλημα παρετυμ. αγιο- (ίσως επειδή από τα φύλλα του κάνουν στεφάνια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες