Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγιοταφίτικος -η -ο [ajotafítikos] Ε5 : που ανήκει ή έχει σχέση με τον Πανάγιο Tάφο ή προέρχεται από αυτόν: Aγιοταφίτικη αδελφότητα / μονή.
[αγιοταφίτ(ης) -ικος]