Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιοταφίτης
1 εγγραφή
Aγιοταφίτης ο [ajotafítis] Ο10 : μέλος της μοναστικής αδελφότητας του Πανάγιου Tάφου.

[άγι(ος) -ο- Τάφ(ος) -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες