Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγιογραφία η [ajioγrafía] Ο25 : 1.η τέχνη της απεικόνισης ιερών προσώπων ή θρησκευτικών σκηνών. 2. ζωγραφική παράσταση με θρησκευτικά θέματα. (έκφρ.) σαν βυζαντινή* ~.
[λόγ. αγιο- + -γραφία]