Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγιασμός ο [ajazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγιάζω. 1. η λειτουργία κατά την οποία ο ιερέας αγιάζει το νερό που μ΄ αυτό θα ραντίσει και θα ευλογήσει τους πιστούς, ένα κτίριο, όχημα, πλοίο κτλ.: Φέραμε έναν παπά να κάνει αγιασμό στο καινούριο σπίτι / μαγαζί. Σήμερα έγινε ~ στο σχολείο για την έναρξη της καινούριας χρονιάς. ~ των υδάτων. 2. αγιασμένο νερό· αγίασμα: Πήρα αγιασμό από την εκκλησία και σου έφερα να πιεις.
[ελνστ. ἁγιασμός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]