Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγεωγράφητος -η -ο [ajeoγráfitos] Ε5 : που δεν έχει γνώσεις γεωγραφίας.
[λόγ. α- 1 ελνστ. γεωγραφη- (γεωγραφῶ) `περιγράφω την επιφάνεια της γης΄ -τος, κατά τη σημ. της λ. γεωγραφία]