Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγενής
1 εγγραφή
αγενής -ής -ές [ajenís] Ε10 : που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλών τρόπων. ANT ευγενής.

[λόγ. < αρχ. ἀγενής `ταπεινής καταγωγής΄ σημδ. γαλλ. ignoble]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες