Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγόνι
1 εγγραφή
αγγόνι το [aŋgóni] Ο44 : (λαϊκότρ.) (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) εγγόνι: Συνήθεια παλιά που πηγαίνει από πατέρα σε παιδί, κι από παιδί σ΄ ~. αγγονάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. αγγόνι < εγγόνι [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-eŋg > enaŋg > en-aŋg] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες