Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλόφιλος
1 εγγραφή
αγγλόφιλος -η -ο [aŋglófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Άγγλους και υποστηρίζει τα συμφέροντά τους: Aγγλόφιλη εξωτερική πολιτική.

[λόγ. < γαλλ. anglophile < anglo- = αγγλο- + -phile = -φιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες