Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλοσαξονικός
1 εγγραφή
αγγλοσαξονικός -ή -ό [aŋglosaksonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aγγλοσάξονες ή προέρχεται από αυτούς: ~ πολιτισμός. Aγγλοσαξονική νοοτροπία. Aγγλοσαξονικό σύστημα μονάδων, που βασίζεται στη γιάρδα. Aγγλοσαξονικά έπη.

[λόγ. Aγγλοσάξον(ες) -ικός < αγγλ. Anglosaxon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες